- ποικιλότραυλος
- -ον, Α(για πτηνά) αυτός που τραυλίζει ποικιλοτρόπως.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + τραυλός (πρβλ. υπό-τραυλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποικιλότραυλα — ποικιλότραυλος lisping in various notes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek